αναδιαιρώ

αναδιαιρώ
(-έω)
διαιρώ εκ νέου, ξαναδιαιρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + διαιρώ.
ΠΑΡ. αναδιαίρεση. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά Καραλίβανο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναδιαίρεση — η η εκ νέου διαίρεση, ανακατανομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιαιρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”